ασυγχρόνιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυγχρόνιστος | η | ασυγχρόνιστη | το | ασυγχρόνιστο |
| γενική | του | ασυγχρόνιστου | της | ασυγχρόνιστης | του | ασυγχρόνιστου |
| αιτιατική | τον | ασυγχρόνιστο | την | ασυγχρόνιστη | το | ασυγχρόνιστο |
| κλητική | ασυγχρόνιστε | ασυγχρόνιστη | ασυγχρόνιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυγχρόνιστοι | οι | ασυγχρόνιστες | τα | ασυγχρόνιστα |
| γενική | των | ασυγχρόνιστων | των | ασυγχρόνιστων | των | ασυγχρόνιστων |
| αιτιατική | τους | ασυγχρόνιστους | τις | ασυγχρόνιστες | τα | ασυγχρόνιστα |
| κλητική | ασυγχρόνιστοι | ασυγχρόνιστες | ασυγχρόνιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασυγχρόνιστος < α- στερητικό + συγχρονίζω
Επίθετο
ασυγχρόνιστος
- (μτφ.) απροσάρμοστος στο ρεύμα τής εποχής του, οπισθοδρομικός
- όχι συγχρονισμένος
- ασυγχρόνιστες κινήσεις
Μεταφράσεις
ασυγχρόνιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.