πολυχρονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολυχρονίζω < ελληνιστική κοινή πολυχρονίζω[1] < αρχαία ελληνική πολύς + χρόνος
Συγγενικά
- πολυχρόνιση
- πολυχρόνισμα
- πολυχρονισμός
- → δείτε τις λέξεις πολύς και χρόνος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πολυχρονίζω | πολυχρόνιζα | θα πολυχρονίζω | να πολυχρονίζω | πολυχρονίζοντας | |
| β' ενικ. | πολυχρονίζεις | πολυχρόνιζες | θα πολυχρονίζεις | να πολυχρονίζεις | πολυχρόνιζε | |
| γ' ενικ. | πολυχρονίζει | πολυχρόνιζε | θα πολυχρονίζει | να πολυχρονίζει | ||
| α' πληθ. | πολυχρονίζουμε | πολυχρονίζαμε | θα πολυχρονίζουμε | να πολυχρονίζουμε | ||
| β' πληθ. | πολυχρονίζετε | πολυχρονίζατε | θα πολυχρονίζετε | να πολυχρονίζετε | πολυχρονίζετε | |
| γ' πληθ. | πολυχρονίζουν(ε) | πολυχρόνιζαν πολυχρονίζαν(ε) |
θα πολυχρονίζουν(ε) | να πολυχρονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πολυχρόνισα | θα πολυχρονίσω | να πολυχρονίσω | πολυχρονίσει | ||
| β' ενικ. | πολυχρόνισες | θα πολυχρονίσεις | να πολυχρονίσεις | πολυχρόνισε | ||
| γ' ενικ. | πολυχρόνισε | θα πολυχρονίσει | να πολυχρονίσει | |||
| α' πληθ. | πολυχρονίσαμε | θα πολυχρονίσουμε | να πολυχρονίσουμε | |||
| β' πληθ. | πολυχρονίσατε | θα πολυχρονίσετε | να πολυχρονίσετε | πολυχρονίστε | ||
| γ' πληθ. | πολυχρόνισαν πολυχρονίσαν(ε) |
θα πολυχρονίσουν(ε) | να πολυχρονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πολυχρονίσει | είχα πολυχρονίσει | θα έχω πολυχρονίσει | να έχω πολυχρονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πολυχρονίσει | είχες πολυχρονίσει | θα έχεις πολυχρονίσει | να έχεις πολυχρονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πολυχρονίσει | είχε πολυχρονίσει | θα έχει πολυχρονίσει | να έχει πολυχρονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πολυχρονίσει | είχαμε πολυχρονίσει | θα έχουμε πολυχρονίσει | να έχουμε πολυχρονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πολυχρονίσει | είχατε πολυχρονίσει | θα έχετε πολυχρονίσει | να έχετε πολυχρονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πολυχρονίσει | είχαν πολυχρονίσει | θα έχουν πολυχρονίσει | να έχουν πολυχρονίσει |
| |
Μεταφράσεις
πολυχρονίζω
|
|
- πολυχρονίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.