πληθυντικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πληθυντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πληθυντικός < αρχαία ελληνική πληθύνω < πληθύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /pli.θin.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐θυ‐ντι‐κός
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πληθυντικός | η | πληθυντική | το | πληθυντικό |
| γενική | του | πληθυντικού | της | πληθυντικής | του | πληθυντικού |
| αιτιατική | τον | πληθυντικό | την | πληθυντική | το | πληθυντικό |
| κλητική | πληθυντικέ | πληθυντική | πληθυντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πληθυντικοί | οι | πληθυντικές | τα | πληθυντικά |
| γενική | των | πληθυντικών | των | πληθυντικών | των | πληθυντικών |
| αιτιατική | τους | πληθυντικούς | τις | πληθυντικές | τα | πληθυντικά |
| κλητική | πληθυντικοί | πληθυντικές | πληθυντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
πληθυντικός, -ή, -ό
- (γραμματική) επίθετο για τον χαρακτηρισμό των κλιτικών πτώσεων ή των προσώπων του ρήματος κατά την κλίση
- ↪ είναι το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο...
- ↪ η πληθυντική προστακτική του ρήματος (παρωχημένο)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πληθυντικός | οι | πληθυντικοί |
| γενική | του | πληθυντικού | των | πληθυντικών |
| αιτιατική | τον | πληθυντικό | τους | πληθυντικούς |
| κλητική | πληθυντικέ | πληθυντικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
πληθυντικός αρσενικό
- (γραμματική) πληθυντικός αριθμός: οι μορφές ενός κλιτού μέρους του λόγου που αναφέρονται σε περισσότερα από ένα
- η ομιλία σε πληθυντικό αριθμό
- εκφράσεις: πληθυντικός ευγενείας, πληθυντικός μεγαλοπρέπειας
Μεταφράσεις
πληθυντικός
Πηγές
- πληθυντικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πληθυντικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πληθυντικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.