εποχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εποχή | οι | εποχές |
| γενική | της | εποχής | των | εποχών |
| αιτιατική | την | εποχή | τις | εποχές |
| κλητική | εποχή | εποχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εποχή < αρχαία ελληνική ἐποχή
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.poˈçi/
Ουσιαστικό
εποχή θηλυκό
- υποδιαίρεση του έτους (για τις εύκρατες περιοχές: άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας)
- υποδιαίρεση του ιστορικού χρόνου, μεγάλη ή μικρότερη ιστορική περίοδος
- νεολιθική εποχή, κλασική εποχή, η εποχή του Περικλή
- μία χρονική περίοδος με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
- αυτό το κειμήλιο είναι της εποχής του παππού μου
- θυμάμαι με νοσταλγία τις παλιές εποχές
- πέρασε πια η εποχή που ο κάθε κρατικός υπάλληλος μπορούσε να αυθαιρετεί.
- (φιλοσοφία) η φιλοσοφική στάση των σκεπτικών κατά την οποία ο φιλόσοφος παύει να εκφέρει κρίσεις περί την αλήθεια ή το ψεύδος των προτάσεων.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υποδιαίρεση του έτους
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.