ίντο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ίντο < εσπεράντο ido (παιδί)
Η γλώσσα ido βγήκε από τη γλώσσα εσπεράντο, είναι κάτι σαν το παιδί της!

Ουσιαστικό

ίντο θηλυκό άκλιτο

  • (γλώσσα) τεχνητή γλώσσα που δημιουργήθηκε στις αρχές του 1900, απόγονος της εσπεράντο. Διευκολύνει ομιλητές λατινογενούς ή γερμανικής γλώσσας.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.