περίοδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίοδος οι περίοδοι
      γενική της περιόδου των περιόδων
    αιτιατική την περίοδο τις περιόδους
     κλητική περίοδε περίοδοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίοδος < περί- + ὁδός

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈɾi.o.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περίοδος

Ουσιαστικό

περίοδος θηλυκό

  1. διάστημα χρόνου με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
  2. η έμμηνος ρύση, αδιαθεσία, βλέπε εμμηνόρροια
  3. (γραμματική) το τμήμα ενός κειμένου ανάμεσα σε δύο τελείες
  4. (φυσική) το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να ολοκληρωθεί μία πλήρης ταλάντωση
  5. (χημεία) μία σειρά στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων.
  6. (μουσική) σύνολο διαδοχικών μουσικών φράσεων που δημιουργούν ολοκληρωμένη μουσική εντύπωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

περίοδος < περί- + ὁδός

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίοδος αἱ περίοδοι
      γενική τῆς περιόδου τῶν περιόδων
      δοτική τῇ περιόδ ταῖς περιόδοις
    αιτιατική τὴν περίοδον τὰς περιόδους
     κλητική ! περίοδε περίοδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιόδω
γεν-δοτ τοῖν  περιόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

περίοδος θηλυκό

  1. κύκλωση, περικύκλωση
  2. περιφέρεια
    περίοδος λίμνης
    ἡ τοῦ τρίποδος περίοδος
  3. (μεταφορικά) περιοδική επανάληψη:
    1. χρόνου, γεγονότων, σκέψης
      περίοδος χιλιετής (Πλάτων, Φαίδρος)
    2. σειράς υπηρεσιακών λειτουργών
    3. (αστρονομία) φάσεων
      ἀστέρος κυκλικὴ περίοδος
    4. (ιατρική) εμμηνόρροιας
      ὁ ἐκ περιόδου πυρετός
  4. χάρτης της Γης
    γῆς περίοδος
  5. (γραμματική, ρητορική, μουσική) ολοκληρωμένη πρόταση
      ορισμός του Αριστοτέλη, Ρητορική, 1409b @greek-language-gr)
    λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴν καθ᾽ αὑτὴν καὶ μέγεθος εὐσύνοπτον

  • δωρικός τύπος: πέροδος

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίοδος οἱ περίοδοι
      γενική τοῦ περιόδου τῶν περιόδων
      δοτική τῷ περιόδ τοῖς περιόδοις
    αιτιατική τὸν περίοδον τοὺς περιόδους
     κλητική ! περίοδε περίοδοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιόδω
γεν-δοτ τοῖν  περιόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

περίοδος αρσενικό

Συγγενικά

(πολλά στην (ελληνιστική κοινή))

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.