μέτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μέτρο | τα | μέτρα |
| γενική | του | μέτρου | των | μέτρων |
| αιτιατική | το | μέτρο | τα | μέτρα |
| κλητική | μέτρο | μέτρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα μέτρο δύο μέτρων.

Πεντάμετρο μέτρο.
.png.webp)
τρία διαδοχικά μουσικά μέτρα στο πεντάγραμμο
Ετυμολογία
- μέτρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₁- (μετρώ)
- για σύγχρονους όρους < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική mesure ή mètre ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική measure [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐τρο
- τονικά παρώνυμα: μετρό, μετρώ
Ουσιαστικό
μέτρο ουδέτερο
- μετρήσεις
- (φυσική) η βασική μονάδα του μήκους στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (SI: Système International d'Unités). Ορίζεται ως η απόσταση που διανύει το φως σε 1/299.792.458 του δευτερολέπτου [2]
- ο αριθμός που εκφράζει την ποσότητα ενός φυσικού μεγέθους που μετρήσαμε ή υπολογίσαμε
- ↪ το μέτρο της ταχύτητας ισούται με ...
- το όργανο της μέτρησης μήκους που χρησιμοποιούν κυρίως οι ξυλουργοί και είναι σπαστό
- (γενικότερα) κάθε όργανο μέτρησης μήκους που μπορεί να μετρήσει από ένα μέτρο(1) και πάνω
- το μέτρο είναι μονάδα μέτρησης της απόστασης
- στις τέχνες
- (μουσική) το μέρος μιας μουσικής σύνθεσης που περιέχεται μεταξύ δύο διαστολών (κάθετων προς το πεντάγραμμο γραμμών)
- (μουσική) η αριθμητική έκφραση με τη μορφή κλάσματος που γράφεται στην αρχή ενός κομματιού και μας δίνει την συνολική αξία των φθογγοσήμων που περιέχονται μεταξύ δύο διαστολών. Ο παρονομαστής μας δίνει τη βασική μονάδα του μέτρου (τέταρτα ή όγδοα) και ο αριθμητής τον αριθμό των τετάρτων ή ογδόων που περιέχονται μεταξύ δύο διαστολών
- το ζεϊμπέκικο ακολουθεί μέτρο 9/8
- (μετρική) στην ποίηση, ο συνδυασμός τονισμένων - άτονων συλλαβών (για γλώσσες με δυναμικό τονισμό ή μακρόχρονων - βραχύχρονων (για γλώσσες με μελωδικό τονισμό) σε έναν σταθερά επαναλαμβανόμενο ρυθμό
- ↪ τα κύρια ποιητικά μέτρα είναι ο τροχαίος, ο ίαμβος (δισύλλαβα) και τρισύλλαβα, ο ανάπαιστος, ο δάκτυλος και ο αμφίβραχυς ή μεσότονος
- (μεταφορικά)
Συγγενικά
Σύνθετα
- -μετρο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρο στο Βικιλεξικό
- -μετρος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρος στο Βικιλεξικό
- -μετρώ Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρώ στο Βικιλεξικό
και μετρο-
- μεζούρα
- χάρακας
- pm πικόμετρο = 10−12m
- nm νανόμετρο = 10−9m
- μm μικρόμετρο = 10−6m
- mm χιλιοστόμετρο = 10−3m
- cm εκατοστόμετρο = 10−2m
- dm δεκατόμετρο = 10−1m
- km χιλιόμετρο = 103m
-
μέτρο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- μέτρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Εμμανουήλ Αντ. Δρης (Αθήνα 2015), ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΔΩΝ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ, σελ. 14. Προσπέλαση 2020-05-27.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.