εκατοχρονίτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκατοχρονίτικος η εκατοχρονίτικη το εκατοχρονίτικο
      γενική του εκατοχρονίτικου της εκατοχρονίτικης του εκατοχρονίτικου
    αιτιατική τον εκατοχρονίτικο την εκατοχρονίτικη το εκατοχρονίτικο
     κλητική εκατοχρονίτικε εκατοχρονίτικη εκατοχρονίτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκατοχρονίτικοι οι εκατοχρονίτικες τα εκατοχρονίτικα
      γενική των εκατοχρονίτικων των εκατοχρονίτικων των εκατοχρονίτικων
    αιτιατική τους εκατοχρονίτικους τις εκατοχρονίτικες τα εκατοχρονίτικα
     κλητική εκατοχρονίτικοι εκατοχρονίτικες εκατοχρονίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκατοχρονίτικος < εκατόχρονος + -ίτικος

Επίθετο

εκατοχρονίτικος

  1. που έχει δημιουργηθεί πριν από εκατό χρόνια ή περισσότερο, που είναι παλιός
    Πώς από ένα βεργί, αλίμονο, γίνηκε κορμός εκατοχρονίτικος.
    Εκατοχρονίτικη κι ακόμη πρέπει να είταν ή έχτρα, που χώριζε τα δυο χωριά θανάσιμα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.