παρελθόν

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρελθόν τα παρελθόντα
      γενική του παρελθόντος των παρελθόντων
    αιτιατική το παρελθόν τα παρελθόντα
     κλητική παρελθόν παρελθόντα
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρελθόν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρελθόν,[1] ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής παρελθών, μετοχή ενεργητικού αορίστου του ρήματος πάρειμι / παρέρχομαι < παρ- + ἐλθών  δείτε  παρά + εἶμι / ἔρχομαι

Ουσιαστικό

παρελθόν ουδέτερο

  1. το χρονικό διάστημα πριν από αυτή τη στιγμή, ο χρόνος που πέρασε, σε αντιδιαστολή με το παρόν και το μέλλον
    Aυτό που με τρομάζει για το παρελθόν είναι ότι όσο ο καιρός προχωρά, τόσο αυτό πάει όλο και πιο πίσω και για το μέλλον ότι όλο και πιο πολύ με πλησιάζει.
  2. ό,τι είναι χρονικά περασμένο, τα γεγονότα που συνέβησαν σε περασμένους καιρούς, η περασμένη ζωή ατόμων, ομάδων, λαών, η ιστορία τους
    ένδοξο παρελθόν
  3. βεβαρυμένος προηγούμενος βίος
    Η γυναίκα που πήρες έχει παρελθόν.

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος μετοχής

παρελθόν

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος μετοχής

παρελθόν

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.