χρονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρονίζω <
- για τη σημασία «κλείνω χρόνο» < χρόν(ος) (στη σημασία: έτος) + -ίζω
- για τη σημασία «διαρκώ πολύ χρόνο» < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρονίζω < χρόνος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾoˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : }χρο‐νί‐ζω
Ρήμα
χρονίζω, πρτ.: χρόνιζα, αόρ.: χρόνισα (χωρίς παθητική φωνή)
- γίνομαι ενός έτους, κλείνω ένα χρόνο ζωής
- καθυστερώ
- (γενικότερα) τραβάω σε μάκρος, χωρίς να υπάρχει εξέλιξη
- ↪ Άντε ρε παιδιά, πάρτε μια απόφαση να ξεμπερδεύουμε. Χρονίσαμε εδώ πέρα.
- ≈ συνώνυμα: διαιωνίζομαι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρονίζω | χρόνιζα | θα χρονίζω | να χρονίζω | χρονίζοντας | |
| β' ενικ. | χρονίζεις | χρόνιζες | θα χρονίζεις | να χρονίζεις | χρόνιζε | |
| γ' ενικ. | χρονίζει | χρόνιζε | θα χρονίζει | να χρονίζει | ||
| α' πληθ. | χρονίζουμε | χρονίζαμε | θα χρονίζουμε | να χρονίζουμε | ||
| β' πληθ. | χρονίζετε | χρονίζατε | θα χρονίζετε | να χρονίζετε | χρονίζετε | |
| γ' πληθ. | χρονίζουν(ε) | χρόνιζαν χρονίζαν(ε) |
θα χρονίζουν(ε) | να χρονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρόνισα | θα χρονίσω | να χρονίσω | χρονίσει | ||
| β' ενικ. | χρόνισες | θα χρονίσεις | να χρονίσεις | χρόνισε | ||
| γ' ενικ. | χρόνισε | θα χρονίσει | να χρονίσει | |||
| α' πληθ. | χρονίσαμε | θα χρονίσουμε | να χρονίσουμε | |||
| β' πληθ. | χρονίσατε | θα χρονίσετε | να χρονίσετε | χρονίστε | ||
| γ' πληθ. | χρόνισαν χρονίσαν(ε) |
θα χρονίσουν(ε) | να χρονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χρονίσει | είχα χρονίσει | θα έχω χρονίσει | να έχω χρονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χρονίσει | είχες χρονίσει | θα έχεις χρονίσει | να έχεις χρονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χρονίσει | είχε χρονίσει | θα έχει χρονίσει | να έχει χρονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρονίσει | είχαμε χρονίσει | θα έχουμε χρονίσει | να έχουμε χρονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χρονίσει | είχατε χρονίσει | θα έχετε χρονίσει | να έχετε χρονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρονίσει | είχαν χρονίσει | θα έχουν χρονίσει | να έχουν χρονίσει |
| |
Αναφορές
- χρονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
χρονίζω
- περνώ ένα χρονικό διάστημα κάπου, δαπανώ πολύτιμο χρόνο, καθυστερώ, χρονοτριβώ
- ↪ Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον καὶ παραφρονήσαντι.... → χρειάζεται παράθεμα
- επιμηκύνομαι, παρατείνομαι (π.χ. για ασθένεια κ.ά.)
- ↪ πολέμου χρονισθέντος
- μεγαλώνω σε ηλικία
- ↪ χρονισθεὶς δ᾽ ἀπέδειξεν ἔθος: όταν ενηλικιώθηκε έδειξε ότι ...
- παλιώνω (π.χ. για κρασί)
Σύνθετα
- ἀναχρονίζομαι
- ἐγχρονίζω
- ἐπιχρονίζω
- μακροχρονίζω
- πολυχρονίζω
- συγχρονίζω
- ὑπερχρονίζω
Πηγές
- χρονίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρονίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.