νορβηγικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | νορβηγικά | ||
| γενική | των | νορβηγικών | ||
| αιτιατική | τα | νορβηγικά | ||
| κλητική | νορβηγικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- νορβηγικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νορβηγικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
νορβηγικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) που μιλιέται στη Νορβηγία. Έχει δύο επίσημες διαλέκτους: την bokmål (κυριολεκτικά: γλώσσα των βιβλίων) με τους περισσότερους ομιλητές και τα νεονορβηγικά (nynorsk)
Σημειώσεις
- κωδικός γλώσσας: no
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
νορβηγικά < νορβηγικ(ός) + -ά
Επίρρημα
νορβηγικά
- χρησιμοποιώντας τη νορβηγική γλώσσα
Μεταφράσεις
νορβηγικά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.