διαχρονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαχρονικός | η | διαχρονική | το | διαχρονικό |
| γενική | του | διαχρονικού | της | διαχρονικής | του | διαχρονικού |
| αιτιατική | τον | διαχρονικό | τη | διαχρονική | το | διαχρονικό |
| κλητική | διαχρονικέ | διαχρονική | διαχρονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαχρονικοί | οι | διαχρονικές | τα | διαχρονικά |
| γενική | των | διαχρονικών | των | διαχρονικών | των | διαχρονικών |
| αιτιατική | τους | διαχρονικούς | τις | διαχρονικές | τα | διαχρονικά |
| κλητική | διαχρονικοί | διαχρονικές | διαχρονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαχρονικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diachronique < diachronie < αρχαία ελληνική διά + χρόνος
Επίθετο
διαχρονικός
Συγγενικά
- διαχρονικότητα
- → δείτε τις λέξεις διά και χρόνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.