αχρονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχρονικός | η | αχρονική | το | αχρονικό |
| γενική | του | αχρονικού | της | αχρονικής | του | αχρονικού |
| αιτιατική | τον | αχρονικό | την | αχρονική | το | αχρονικό |
| κλητική | αχρονικέ | αχρονική | αχρονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχρονικοί | οι | αχρονικές | τα | αχρονικά |
| γενική | των | αχρονικών | των | αχρονικών | των | αχρονικών |
| αιτιατική | τους | αχρονικούς | τις | αχρονικές | τα | αχρονικά |
| κλητική | αχρονικοί | αχρονικές | αχρονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αχρονικός < α- + χρονικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intemporel)
Επίθετο
αχρονικός
- που δεν λαμβάνει υπόψη τον χρόνο, δεν τον ακολουθεί, δεν παρακολουθεί την εξέλιξή του
Μεταφράσεις
αχρονικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.