χρονιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρονιά οι χρονιές
      γενική της χρονιάς των χρονιών
    αιτιατική τη χρονιά τις χρονιές
     κλητική χρονιά χρονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρονιά < χρόν(ος) + -ιά. Διαφορετική η αρχαία ελληνική χρονία [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾoˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρονιά
τονικό παρώνυμο: χρόνια

Ουσιαστικό

χρονιά θηλυκό

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.