ρήμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρήμα | τα | ρήματα |
| γενική | του | ρήματος | των | ρημάτων |
| αιτιατική | το | ρήμα | τα | ρήματα |
| κλητική | ρήμα | ρήματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρήμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥῆμα (λόγος, ρήμα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρή‐μα
- ομόηχο: ρίμα
Ουσιαστικό
ρήμα ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι
- αμετάβατο ρήμα
- μεταβατικό ρήμα
Σύνθετα
-
ρήμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ρήμα
Πηγές
- ρήμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ρήμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.