ἐν χρόνῳ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
ἐν χρόνῳ
- στην ώρα, με τον καιρό, βαθμιαία
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 857 (857-858)
- ἐν χρόνῳ δ᾽ ἀποφθίνει | τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν.
- γιατ᾽ ο χρόνος σβήνει | τη συστολή απ᾽ τον άνθρωπο·
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- γιατί με τον καιρό ο φόβος μειώνεται στους ανθρώπους.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- γιατ᾽ ο χρόνος σβήνει | τη συστολή απ᾽ τον άνθρωπο·
- ἐν χρόνῳ δ᾽ ἀποφθίνει | τὸ τάρβος ἀνθρώποισιν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 857 (857-858)
Πηγές
- χρόνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρόνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.