καθυστερώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθυστερώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθυστερέω / καθυστερῶ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.θi.steˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθυστερώ

Ρήμα

καθυστερώ

  1. κάνω κάτι αργότερα από ό,τι έχει καθοριστεί
    καθυστέρησα να πληρώσω τον λογαριασμό
  2. αργοπορώ, δε φθάνω εγκαίρως
    λόγω της βροχής καθυστερήσαμε να φτάσουμε
  3. κάνω κάποιον να αργοπορήσει, να χάσει χρόνο
    με καθυστέρησε ένας πελάτης
  4. δε συμβαδίζω
    καθυστερεί να καταλάβει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.