μέλλον

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέλλον τα μέλλοντα
      γενική του μέλλοντος των μελλόντων
    αιτιατική το μέλλον τα μέλλοντα
     κλητική μέλλον μέλλοντα
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μέλλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής μέλλων, μέλλουσα, μέλλον του ρήματος μέλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.lon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέλλον
ομόηχο: μέλλων

Ουσιαστικό

μέλλον ουδέτερο

  1. το χρονικό διάστημα μετά το παρόν, ο χρόνος που ακολουθεί μετά την παρούσα χρονική στιγμή
    Στο μέλλον προσπάθησε να είσαι πιο συνεπής!
  2. η εξέλιξη κάποιου, μετά το χρονικό σημείο αναφοράς
    Το μέλλον του διαγράφεται λαμπρό.

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μέλλον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.