μέλλον
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μέλλον | τα | μέλλοντα |
| γενική | του | μέλλοντος | των | μελλόντων |
| αιτιατική | το | μέλλον | τα | μέλλοντα |
| κλητική | μέλλον | μέλλοντα | ||
| Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.lon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέλ‐λον
- ομόηχο: μέλλων
Ουσιαστικό
μέλλον ουδέτερο
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
μέλλον
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.