ἰσόχρονος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἰσόχρονος | τὸ ἰσόχρονον | οἱ, αἱ ἰσόχρονοι | τὰ ἰσόχρονα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἰσοχρόνου | τοῦ ἰσοχρόνου | τῶν ἰσοχρόνων | τῶν ἰσοχρόνων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἰσοχρόνῳ | τῷ ἰσοχρόνῳ | τοῖς, ταῖς ἰσοχρόνοις | τοῖς ἰσοχρόνοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἰσόχρονον | τὸ ἰσόχρονον | τοὺς, τὰς ἰσοχρόνους | τὰ ἰσόχρονα |
| Κλητική | ἰσόχρονε | ἰσόχρονον | ἰσόχρονοι | ἰσόχρονα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἰσοχρόνω | |||
| Γενική-Δοτική | ἰσοχρόνοιν | |||
Ετυμολογία
- ἰσόχρονος < αρχαία ελληνική ἴσος + χρόνος
Επίθετο
ἰσόχρονος
- ο ισόχρονος, ο όμοιος, ίδιος χρόνος, ο σύγχρονος με κάποιον άλλον, που ανήκει δηλαδή στην ίδια εποχή, που έχει την ίδια διάρκεια
- που έχει κανονικότητα (π.χ. οι σφυγμοί)
- ο συνομήλικος, που έχει τα ίδια χρόνια στην ηλικία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.