ἰσόχρονος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἰσόχρονος τὸ ἰσόχρονον οἱ, αἱ ἰσόχρονοι τὰ ἰσόχρονα
Γενική τοῦ, τῆς ἰσοχρόνου τοῦ ἰσοχρόνου τῶν ἰσοχρόνων τῶν ἰσοχρόνων
Δοτική τῷ, τῇ ἰσοχρόνῳ τῷ ἰσοχρόνῳ τοῖς, ταῖς ἰσοχρόνοις τοῖς ἰσοχρόνοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἰσόχρονον τὸ ἰσόχρονον τοὺς, τὰς ἰσοχρόνους τὰ ἰσόχρονα
Κλητική ἰσόχρονε ἰσόχρονον ἰσόχρονοι ἰσόχρονα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἰσοχρόνω
Γενική-Δοτική ἰσοχρόνοιν

Ετυμολογία

ἰσόχρονος < αρχαία ελληνική ἴσος + χρόνος

Επίθετο

ἰσόχρονος

  1. ο ισόχρονος, ο όμοιος, ίδιος χρόνος, ο σύγχρονος με κάποιον άλλον, που ανήκει δηλαδή στην ίδια εποχή, που έχει την ίδια διάρκεια
  2. που έχει κανονικότητα (π.χ. οι σφυγμοί)
  3. ο συνομήλικος, που έχει τα ίδια χρόνια στην ηλικία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.