βραδύτητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βραδύτητα | οι | βραδύτητες |
| γενική | της | βραδύτητας | των | βραδυτήτων |
| αιτιατική | τη | βραδύτητα | τις | βραδύτητες |
| κλητική | βραδύτητα | βραδύτητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βραδύτητα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική βραδύτης από την αιτιατική βραδύτητα[1] (Κατά τον Μπαμπινιώτη, < αρχαία ελληνική βραδύτης, τύπος του βραδυτής[2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾaˈði.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐δύ‐τη‐τα
Συνώνυμα
Αναφορές
- βραδύτητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.