αραβικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αραβικά | ||
| γενική | των | αραβικών | ||
| αιτιατική | τα | αραβικά | ||
| κλητική | αραβικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αραβικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αραβικός στον πληθυντικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾa.viˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βι‐κά
Ουσιαστικό
αραβικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η αραβική γλώσσα
- τα αραβικά γράφονται από τα δεξιά προς τα αριστερά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αραβικά
Επίρρημα
αραβικά
- χρησιμοποιώντας την αραβική γλώσσα
- σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του αραβικού λαού και πολιτισμού
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αραβικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αραβικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.