πολύχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύχρονος η πολύχρονη το πολύχρονο
      γενική του πολύχρονου της πολύχρονης του πολύχρονου
    αιτιατική τον πολύχρονο την πολύχρονη το πολύχρονο
     κλητική πολύχρονε πολύχρονη πολύχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύχρονοι οι πολύχρονες τα πολύχρονα
      γενική των πολύχρονων των πολύχρονων των πολύχρονων
    αιτιατική τους πολύχρονους τις πολύχρονες τα πολύχρονα
     κλητική πολύχρονοι πολύχρονες πολύχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύχρονος < (ελληνιστική κοινή) πολύχρονος < αρχαία ελληνική πολυχρόνιος < πολύς + χρόνος

Επίθετο

πολύχρονος, -η, -ο

  1. που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα ή που έχει ζήσει πολλά χρόνια
     συνώνυμα: μακροχρόνιος, πολυχρόνιος
  2. (επιφωνηματικά) ευχή για μακροχρόνια διαβίωση, που λέγεται συνήθως σε γενέθλια ή ονομαστική εορτή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.