πολύχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύχρονος | η | πολύχρονη | το | πολύχρονο |
| γενική | του | πολύχρονου | της | πολύχρονης | του | πολύχρονου |
| αιτιατική | τον | πολύχρονο | την | πολύχρονη | το | πολύχρονο |
| κλητική | πολύχρονε | πολύχρονη | πολύχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύχρονοι | οι | πολύχρονες | τα | πολύχρονα |
| γενική | των | πολύχρονων | των | πολύχρονων | των | πολύχρονων |
| αιτιατική | τους | πολύχρονους | τις | πολύχρονες | τα | πολύχρονα |
| κλητική | πολύχρονοι | πολύχρονες | πολύχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύχρονος < (ελληνιστική κοινή) πολύχρονος < αρχαία ελληνική πολυχρόνιος < πολύς + χρόνος
Επίθετο
πολύχρονος, -η, -ο
- που διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα ή που έχει ζήσει πολλά χρόνια
- (επιφωνηματικά) ευχή για μακροχρόνια διαβίωση, που λέγεται συνήθως σε γενέθλια ή ονομαστική εορτή
Συγγενικά
- πολυχρονεμένος
- πολυχρόνιο
- Πολύχρονος (επώνυμο)
- → δείτε τις λέξεις πολύς και χρόνος
Μεταφράσεις
πολύχρονος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.