εκτός τόπου και χρόνου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈktos ˈtopu ce‿ˈxɾonu/
Έκφραση
εκτός τόπου και χρόνου
- για κάποιον που η συμπεριφορά του, τα λόγια του, οι πράξεις του δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, είναι εκτός θέματος, ο ίδιος δείχνει να είναι χαμένος στις σκέψεις του
- ↪ Ο τάδε δεν ξέρει τι λέει, είναι εκτός τόπου και χρόνου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.