αργοπορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αργοπορία | οι | αργοπορίες |
| γενική | της | αργοπορίας | των | αργοποριών |
| αιτιατική | την | αργοπορία | τις | αργοπορίες |
| κλητική | αργοπορία | αργοπορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αργοπορία < μεσαιωνική ελληνική ἀργοπορία < αρχαία ελληνική ἀργός + πόρος
Συγγενικά
- αργοπορεμένος
- αργοπόρημα
- αργοπορημένα
- αργοπορημένος
- αργοπορημός
- αργοπόρηση
- αργοπορητής
- αργοπορήτρα
- αργοπορινά
- αργοπορινός
- αργόπορος / αργοπόρος / αργοπόρητος
- αργοπορώ / αργοπορίζω
- → δείτε τις λέξεις αργός, πορεία και πόρος
Μεταφράσεις
αργοπορία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.