μάτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάτι τα μάτια
      γενική του ματιού των ματιών
    αιτιατική το μάτι τα μάτια
     κλητική μάτι μάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Δείτε και τον τύπο γενικής πληθυντικού ομματιών.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανθρώπινο μάτι.

Ετυμολογία

μάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάτι(ν) < ὀμμάτιν < αρχαία ελληνική ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα (μάτι) < *ὄπ-μα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *op- / *okʷ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μάτι
ομόηχα: Μάτι, Μάτη

Ουσιαστικό

μάτι ουδέτερο

  1. (ανατομία) ο οφθαλμός, το όργανο της όρασης
    πονάει το μάτι μου
  2. η ματιά, το βλέμμα
    με τα μάτια ενός παιδιού
  3. η προσοχή, η επίβλεψη
    έχει ένα μάτι σε όλα
  4. η αντιληπτική και κριτική ικανότητα
    έχει μάτι
  5. η βασκανία, το μάτιασμα
    δεν τον πιάνει μάτι
  6. η τρύπα στην κορυφή μιας βελόνας
    πέρνα την κλωστή μέσα απ' το μάτι
  7. η οπή πάνω σε αντικείμενο, μέσω της οποίας επιτρέπεται οπτική επαφή με την άλλη πλευρά
    το μάτι της πόρτας
  8. εξάρτημα ή οπτικό όργανο μηχανήματος που επιτρέπει την όραση μέσα από αυτό, το βιζέρ
    το μάτι της κάμερας
  9. το κέντρο μιας δίνης, ενός κυκλώνα
    Στο μάτι του τυφώνα δε φυσάει καθόλου ο άνεμος.
  10. η στρογγυλή εστία κουζίνας
    Βάλε τη χύτρα πάνω στο μεγάλο μάτι.
  11. ασχημάτιστη φύτρα, βλαστός φυτού
    Για να κλαδέψεις το φυτό, κόψε τα κλαδάκια πάνω από κάθε μάτι.
    οι πατάτες έχουν βγάλει μάτια

Συνώνυμα

Υποκοριστικά

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

  • ακολουθώ με τα μάτια κάποιον/κάτι
  • ανεβαίνω στα μάτια κάποιου
  • ανοίγω τα μάτια μου
  • άνοιξε τα μάτια σου: δες την πραγματικότητα, ξύπνα
  • βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια μου
  • βγάζει μάτι
  • βγάζω τα μάτια μου
  • βγάζω τα μάτια μου μόνος μου: με τα λάθη μου προκαλώ την καταστροφή μου
  • βλέπω τον χάρο με τα μάτια μου
  • βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα
  • για τα μάτια κάποιου
  • για τα μάτια του κόσμου: για να τηρηθούν τα προσχήματα
  • για τα μάτια σου μόνο: μόνο για χάρη σου
  • για τα ωραία σου μάτια
  • γδύνω με τα μάτια μου
  • γουρλώνω τα μάτια
  • γυαλίζει το μάτι μου: έχω την όψη τρελού
  • γύρισε το μάτι μου: θύμωσα, εκνευρίστηκα, βγήκα εκτός εαυτού
  • δεν αφήνω από τα μάτια μου κάποιον/κάτι
  • δεν έχω μάτια για άλλον/άλλη
  • δεν θέλω να ξαναδώ στα μάτια μου κάποιον
  • δεν κλείνω μάτι
  • δε μου γεμίζει το μάτι: δε μου φαίνεται ικανός, δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη
  • δεν παίρνω τα μάτια μου από
  • δεν πιστεύω στα μάτια μου
  • δεν τον πιάνει το μάτι σου
  • έχει φοβηθεί το μάτι μου
  • έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ξέρω πολλά πράγματα, έχω δει πολλά πράγματα.
  • έχω μάτι: έχω την ικανότητα να διακρίνω κάτι που δεν είναι προφανές
  • έχω στο μάτι: εποφθαλμιώ
  • έχω τα μάτια μου ανοιχτά, → δείτε την έκφραση: έχω τ' αυτιά μου ανοιχτά
  • θολώνει το μάτι μου
  • και τα μάτια σου!
  • καλώς τα μάτια μου τα δυο
  • κάνω μαύρα μάτια: περνάει καιρός από τότε που...
  • κάνω τα γλυκά μάτια: ερωτοτροπώ, φλερτάρω
  • κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δε βλέπω ή πως δεν καταλαβαίνω
  • καρφί στο μάτι
  • καρφώνω τα μάτια
  • κλείνουν τα μάτια μου
  • κλείνω τα μάτια μου: αδιαφορώ ή πεθαίνω (αναλόγως)
  • κλείνω το μάτι σε κάποιον
  • κόβει το μάτι του : είναι παρατηρητικός
  • κοιτάω στα μάτια κάποιον
  • κοροϊδεύω μπροστά στα μάτια κάποιον, → δείτε την έκφραση: κοροϊδεύω μες στα μούτρα, κοροϊδεύω κατάμουτρα
  • μάτια κουμπότρυπες
  • μάτια που βγάζουν σπίθες/φλόγες/φωτιές ή μάτια που πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές
  • μαυρίζει το μάτι μου: κουράζομαι, αποκάμνω
  • με γελούν τα μάτια μου, → δείτε την έκφραση: με γελούν τα αυτιά μου
  • με γυμνό μάτι: χωρίς οπτικό βοήθημα
  • με κλειστά (τα) μάτια
  • με μισό μάτι: χωρίς συμπάθεια
  • με πιάνει το μάτι
  • με την τσίμπλα στο μάτι
  • με το μάτι: υπολογισμός χωρίς μέτρηση
  • μου χτυπάει στο μάτι, μου χτύπησε στο μάτι: τράβηξε την προσοχή μου
  • μπαίνω στο μάτι κάποιου: ενοχλώ κάποιον ή τον κάνω να ζηλέψει
  • να χαρείς τα μάτια σου
  • όποιος έχει μάτια, βλέπει
  • παίζει το μάτι μου ή πετάει το μάτι μου
  • παίρνω τα μάτια μουπαίρων των ομματιών μου : αποχωρώ απογοητευμένος
  • παίρνω μάτι ή κάνω μάτι
  • παίρνω με κακό μάτι
  • παίρνω με καλό μάτι
  • περνώ από το μάτι της βελόνας, → δείτε την έκφραση: περνώ από την τρύπα της βελόνας
  • πετάω τα μάτια έξω
  • πέφτω στα μάτια κάποιου
  • πήζει το μάτι
  • πιστεύω στο μάτι
  • πονάει δόντι, βγάζει μάτι
  • ρίχνω στάχτη στα μάτια: αποπροσανατολίζω
  • στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια μου, → δείτε την έκφραση: στέγνωσαν/στέρεψαν τα δάκρυά μου
  • στο μάτι του κυκλώνα: στο επίκεντρο της καταστροφής, → δείτε την έκφραση: στη δίνη του κυκλώνα
  • τα μάτια βασίλεψαν
  • τα μάτια μου δεκατέσσερα: προσέχω πάρα πολύ
  • τα μάτια μου τέσσερα
  • της Παναγιάς τα μάτια: δείχνει αφθονία σε κάποιο πράγμα
  • τι έχουν να δουν τα μάτια μας ή τι άλλο θα δουν τα μάτια μας
  • το είδα με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, ήμουν παρών όταν έγινε
  • το έχω/προσέχω σαν τα μάτια μου
  • το κακό μάτι: το βάσκανο και η ζήλια
  • το μάτι μου γαρίδα
  • το μάτι μου σταμάτησε σε κάτι/κάποιον, → δείτε την έκφραση: το βλέμμα μου σταμάτησε σε κάτι/κάποιον
  • το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο)
  • το μάτι του κυκλώνα
  • τρίβω τα μάτια μου
  • τρίτο μάτι
  • τρώω με τα μάτια, → δείτε την έκφραση: τρώω με το βλέμμα
  • φάτε μάτια ψάρια (και κοιλιά περίδρομο): χόρτασε με το μάτι αυτό που δεν μπορείς να αποκτήσεις
  • χάνω από τα μάτια μου κάποιον/κάτι
  • χάσου από τα μάτια μου, → δείτε την έκφραση: χάσου από μπροστά μου
  • χτυπάει στο μάτι

Παροιμίες

  • άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας
  • καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα
  • κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει
  • μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται
  • το γινάτι βγάζει μάτι

Συγγενικά

μόνο σε εκφράσεις:

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ματο- από το ομματο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μάτης στο Βικιλεξικό

και

Μεταφράσεις

Πηγές


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

μάτι ουδέτερο

Κλιτικοί τύποι

Υποκοριστικά

  • ματίτσιν

Εκφράσεις

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.