κληρονομημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κληρονομημένος | η | κληρονομημένη | το | κληρονομημένο |
| γενική | του | κληρονομημένου | της | κληρονομημένης | του | κληρονομημένου |
| αιτιατική | τον | κληρονομημένο | την | κληρονομημένη | το | κληρονομημένο |
| κλητική | κληρονομημένε | κληρονομημένη | κληρονομημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κληρονομημένοι | οι | κληρονομημένες | τα | κληρονομημένα |
| γενική | των | κληρονομημένων | των | κληρονομημένων | των | κληρονομημένων |
| αιτιατική | τους | κληρονομημένους | τις | κληρονομημένες | τα | κληρονομημένα |
| κλητική | κληρονομημένοι | κληρονομημένες | κληρονομημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.