πονόματος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πονόματος | οι | πονόματοι |
| γενική | του | πονόματου | των | πονόματων |
| αιτιατική | τον | πονόματο | τους | πονόματους |
| κλητική | πονόματε | πονόματοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πονόματος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.