ξέρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξέρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξέρω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkse.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξέρω
τονικό παρώνυμο: ξερό

Ρήμα

ξέρω, πρτ.: ήξερα ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους (χωρίς παθητική φωνή)

ιδιωματικά:

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • παραξέρω

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ξέρω ήξερα θα ξέρω να ξέρω ξέροντας
β' ενικ. ξέρεις ήξερες θα ξέρεις να ξέρεις ξέρε
γ' ενικ. ξέρει ήξερε θα ξέρει να ξέρει
α' πληθ. ξέρουμε ξέραμε θα ξέρουμε να ξέρουμε
β' πληθ. ξέρετε ξέρατε θα ξέρετε να ξέρετε ξέρετε
γ' πληθ. ξέρουν(ε) ήξεραν
ξέραν(ε)
θα ξέρουν(ε) να ξέρουν(ε)

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξέρω < ἐξέρω με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος [1] < (ἐ)ξεύρω / (ἠ)ξεύρω αρχαία ελληνική με βάση τον αόριστο ἐξεῦρον του ἐξευρίσκω (ανακαλύπτω, βρίσκω). Για την απουσία του [v] (/eˈksevɾo/ > /(e)ˈkseɾo/), διαφορετικές εκδοχές:[2]
  • πιθανόν υπήρξε ημιφωνική προφορά, και μετά, σίγηση (/eu/ > /ew/ > /e/ αντί του /ev/)
  • ή ίσως, με την επίδραση ρημάτων σε /ero/, όπως χαίρω, φέρω
  • Επίσης, έχει προταθεί η υπόθεση ανομοίωσης του [v] σε φράσεις όπως «ξεύρεις βρέ».
  • Δεν ευσταθεί αναγωγή στο ἐξαίρω (υψώνω, προβάλλω) γιατί δεν δικαιολογείται σχέση των αορίστων ἤξερα - ἐξῆρα.

Ρήμα

ξέρω

  • ξέρω, γνωρίζω, είμαι ενήμερος
  • (Χρειάζεται ανάπτυξη)

Ρηματικοί τύποι=

  • ξευράμενος (μετοχή)
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Εκφράσεις

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

  1. ξέρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ξέρω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.