βιζέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βιζέρ < από το γαλλικό viseur, στόχαστρο
Ουσιαστικό
βιζέρ ουδέτερο άκλιτο
- εξάρτημα ή οπτικό όργανο μηχανήματος που επιτρέπει την όραση μέσα από αυτό
- Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.