κατάματα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατάματα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατάματα. Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + μάτ(ι) + -α[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.ma.ta/
Επίρρημα
κατάματα
- μέσα στα μάτια
- με κοιτά κατάματα
Συνώνυμα
Αναφορές
- κατάματα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Επίρρημα
κατάματα
- πάνω στα μάτια
- ※ 15ος αιώνας Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου... (αποδίδεται στον Λεόντιο Μαχαιρά)
- ἔδωκέν του κατάμματα καὶ ἐτύφλωσέ τον - τού 'δωσε μια στα μάτια και τον ετύφλωσε
- ※ 15ος αιώνας Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου... (αποδίδεται στον Λεόντιο Μαχαιρά)
- κατάμματα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μάτι
Αναφορές
- κατάματα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.