ματόκλαδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ματόκλαδο | τα | ματόκλαδα |
| γενική | του | ματόκλαδου | των | ματόκλαδων |
| αιτιατική | το | ματόκλαδο | τα | ματόκλαδα |
| κλητική | ματόκλαδο | ματόκλαδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ματόκλαδο < μεσαιωνική ελληνική ματόκλαδο / ομματόκλαδον < όμμα + (ελληνιστική κοινή) κυλάδες / κύλα (το κάτω από το μάτι τμήμα· με παρετυμολογία από τη λέξη κλαδί)
Ουσιαστικό
ματόκλαδο ουδέτερο
- η βλεφαρίδα
- Τα ματόκλαδά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου. (Από το ομώνυμο τραγούδι σε στίχους και μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη)
Μεταφράσεις
ματόκλαδο
|
→ δείτε τη λέξη βλεφαρίδα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.