*
Διεθνείς όροι
| εικόνα | html | ||||
| * | |||||
| * | decimal | ||||
| * | Unicode (U+002A) ASTERISK | ||||
| * | |||||
Σύμβολο
* Ο (αστερίσκος) δηλώνει:
- (μαθηματικά) σύμβολο του πολλαπλασιασμού
- (πληροφορική) το σύμβολο του πολλαπλασιασμού σε εκφράσεις
sec_of_N_hours = 60*60*N_hours
- (πληροφορική) στην αντιπαραβολή προτύπων (pattern matching) χρησιμοποιείται ως σύμβολο υποκατάστασης (wildcard) για κανέναν, για έναν ή περισσότερους χαρακτήρα
- The pattern
Man*matches any string that starts withMan. The pattern*Manmatches any string that ends withMan.[1] - → δείτε τους όρους glob και multi-character wildcard
- The pattern
- (τυπογραφία) ανυψωμένο (superscipt) μέσα σε κείμενο δηλώνει παραπομπή
- δείτε αστερίσκος στη Βικιπαίδεια
(μπροστά από λέξη)
- (αστρονομία) άστρο
- (γενεαλογία) πριν από χρονολογία δηλώνει έτος γέννησης
- (γλωσσολογία, φωνολογία) τοποθετείται μπροστά από τύπο που μπορεί να είναι:
- υποθετικός επανασυντεθειμένος τύπος (όπως οι πρωτοϊνδοευρωπαϊκές ρίζες) παράδειγμα: *ph₂tḗr
- αμάρτυρος τύπος (που δεν έχει βρεθεί σε χρήση) παράδειγμα: *θανατάς, *λύκη
- αντιγραμματικός τύπος, δηλαδή μη αποδεκτός τύπος, επειδή αστοχεί φωνολογικά, μορφολογικά ή ορθογραφικά (όπως *μύνημα, *συχγρόνως, *άθρο)
- (δύο αστερίσκοι ** ) αντιγραμματικός τύπος υποθετικού ή αμάρτυρου τύπου
- δείτε και το αρχικό θαυμαστικό !
-
Asterisk στην αγγλική Βικιπαίδεια

λέξεις με αστερίσκο:
- Αμάρτυροι τύποι αρχαίων ελληνικών στο Βικιλεξικό
- για τους επανασυντεθειμένους υποθετικούς τύπους, δείτε την Κατηγορία:Πρωτογλώσσες
Αναφορές
- (Αγγλικά) Introduction to the SQLite GLOB operator, πρόσβαση:2020-01-14
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.