ινούπιακ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ινούπιακ < (μεταγραφή) αγγλική Inupiaq

Ουσιαστικό

ινούπιακ ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο

  • (γλώσσα) ομάδα διαλέκτων των γλωσσών Ινουίτ που μιλιούνται στη βόρεια και βορειοδυτική Αλάσκα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.