αποπροσανατολίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποπροσανατολίζω < απο- + προσανατολίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désorienter)

Ρήμα

αποπροσανατολίζω (παθητική φωνή: αποπροσανατολίζομαι)

  1. δείχνω σε κάποιον λάθος κατεύθυνση
  2. (μεταφορικά) στρέφω την προσοχή κάποιου σε μη ουσιώδη ζητήματα, παραπλανώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.