ομόηχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομόηχος η ομόηχη το ομόηχο
      γενική του ομόηχου της ομόηχης του ομόηχου
    αιτιατική τον ομόηχο την ομόηχη το ομόηχο
     κλητική ομόηχε ομόηχη ομόηχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομόηχοι οι ομόηχες τα ομόηχα
      γενική των ομόηχων των ομόηχων των ομόηχων
    αιτιατική τους ομόηχους τις ομόηχες τα ομόηχα
     κλητική ομόηχοι ομόηχες ομόηχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομόηχος < ομο- + ήχος

Επίθετο

ομόηχος

  1. που έχει τον ίδιο ήχο
  2. (γραμματική) ομόηχες λέξεις: λέξεις με όμοια προφορά αλλά διαφορετική σημασία
    οι λέξεις τρία και Τροία είναι ομόηχες,
    καθώς και οι: πιάνο-πιάνω, πηγή-πυγή, αφτί-αυτή, βόριο-βόρειο...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.