τηγανητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τηγανητός η τηγανητή το τηγανητό
      γενική του τηγανητού της τηγανητής του τηγανητού
    αιτιατική τον τηγανητό την τηγανητή το τηγανητό
     κλητική τηγανητέ τηγανητή τηγανητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τηγανητοί οι τηγανητές τα τηγανητά
      γενική των τηγανητών των τηγανητών των τηγανητών
    αιτιατική τους τηγανητούς τις τηγανητές τα τηγανητά
     κλητική τηγανητοί τηγανητές τηγανητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τηγανητός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τηγανητόν < αρχαία ελληνική τήγανον/τάγηνον (τηγάνι)[1]
πατάτες τηγανητές
τηγανητά ψάρια

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.ɣa.niˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τηγανητός

Επίθετο

τηγανητός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.