οξιτανικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | οξιτανικά | ||
| γενική | των | οξιτανικών | ||
| αιτιατική | τα | οξιτανικά | ||
| κλητική | οξιτανικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οξιτανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οξιτανικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
οξιτανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) που μιλιέται στη νότια Γαλλία και ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα καταλανικά
Συγγενικά
- Οξιτανία
- οξιτανικός
Σημειώσεις
- ενδώνυμο: occitan, lenga d'òc (γαλλικά: langue d’oc)
- κωδικός γλώσσας: oc
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.