οξιτανικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα οξιτανικά
      γενική των οξιτανικών
    αιτιατική τα οξιτανικά
     κλητική οξιτανικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξιτανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οξιτανικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

οξιτανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Σημειώσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.