κριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κριτικός | οι | κριτικοί |
| γενική | του | κριτικού | των | κριτικών |
| αιτιατική | τον | κριτικό | τους | κριτικούς |
| κλητική | κριτικέ | κριτικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κριτικός < αρχαία ελληνική κριτικός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική critique)
Επίθετο
κριτικός -ή -ό
- που γίνεται με σκοπό την κρίση, την αξιολόγηση
- κριτικό κείμενο
- που έχει την ικανότητα να κρίνει, να αξιολογεί
- κριτική ικανότητα, κριτική στάση
Ουσιαστικό
κριτικός αρσενικό
- (επάγγελμα) που γράφει κριτικές για έργα τέχνης, βιβλία, θεατρικά ή κινηματογραφικά έργα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.