κουράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουράζομαι < κουράζω
Ρήμα
κουράζομαι
- αισθάνομαι αδυναμία
- καταβάλλω υπερβολική προσπάθεια για να πετύχω κάτι
Συγγενικά
Σύνθετα
- ξανακουράζομαι
- ξεκουράζομαι
- παρακουράζομαι
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.