κουράζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουράζομαι < κουράζω

Ρήμα

κουράζομαι

  1. αισθάνομαι αδυναμία
  2. καταβάλλω υπερβολική προσπάθεια για να πετύχω κάτι

Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.