μπέμπα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπέμπα οι μπέμπες
      γενική της μπέμπας
    αιτιατική την μπέμπα τις μπέμπες
     κλητική μπέμπα μπέμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μπέμπα < μπέμπ(ης) + < (άμεσο δάνειο) αγγλική baby[1] Δείτε και μπεμπέκα διαφορετικού ετύμου.
για το αυτοκίνητο < μπεμβέ < Μπε-Εμ-Βε < BMW

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbe.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπέμπα

Ουσιαστικό

μπέμπα θηλυκό

  1. θηλυκό του μπέμπης, το θηλυκό μωρό
  2. (μεταφορικά) χαϊδευτικό για τη γυναίκα
  3. (προφορικό, χαϊδευτικό, λογοπαίγνιο) αυτοκίνητο της γερμανικής μάρκας BMW

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

μπέμπα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Bemba. Εννοείται η λέξη γλώσσα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbem.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπέμπα

Ουσιαστικό

μπέμπα θηλυκό άκλιτο

  • κωδικός: bem
  • Κατηγορία:Γλώσσα μπέμπα στο Βικιλεξικό
  • Bemba language στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.