ρομανί
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
ρομανί θηλυκό άκλιτο
- (γλώσσα) γλώσσα των Ρομ ή Ρομά (Γύφτος, Τσιγγάνοι). Συγγενεύει με τις διάφορες διαλέκτους της Ινδίας (ιδιαίτερα με την γλώσσα παντζάμπι της βόρειας Ινδίας). Πάντως, στις διάφορες χώρες που κατοικούν οι Ρομ έχει διαμορφωθεί ένα πλήθος από διαλέκτους τοπικού χαρακτήρα, επηρεασμένες από τις εκάστοτε τοπικές γλώσσες.
- ※ Ο Βαγγέλης Μαρσέλος κατέγραψε την τσιγγάνικη γλώσσα [...] Ακόμα πιο πολύ όμως αγάπησε τη γλώσσα τους, τη ρομανί, και τις ντοπιολαλιές της. (Εφημερίδα Τα Νέα 2002.02.23)
Συνώνυμα
Σημειώσεις
- κωδικός: rom
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.