οσσετικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα οσσετικά
      γενική των οσσετικών
    αιτιατική τα οσσετικά
     κλητική οσσετικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

οσσετικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: os

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.