βλέμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βλέμμα | τα | βλέμματα |
| γενική | του | βλέμματος | των | βλεμμάτων |
| αιτιατική | το | βλέμμα | τα | βλέμματα |
| κλητική | βλέμμα | βλέμματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βλέμμα < αρχαία ελληνική βλέμμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvle.ma/
Ουσιαστικό
βλέμμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
η στροφή των ματιών σε κάποιον ή κάτι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.