βλέμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλέμμα τα βλέμματα
      γενική του βλέμματος των βλεμμάτων
    αιτιατική το βλέμμα τα βλέμματα
     κλητική βλέμμα βλέμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλέμμα < αρχαία ελληνική βλέμμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvle.ma/

Ουσιαστικό

βλέμμα ουδέτερο

  1. η στροφή των ματιών σε κάποιον ή κάτι, η ματιά
    έριξε το βλέμμα προς το μέρος της και την είδε να χαμογελά
  2. ο τρόπος που κοιτάζω κάποιον ή κάτι και η εντύπωση που προκαλώ
    το βλέμμα σου μου φαίνεται αδιάφορο και ψυχρό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.