διακρίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διακρίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακρίνω < δια- + κρίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈkɾi.no/ & /ðʝaˈkɾi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακρίνω

Ρήμα

διακρίνω, πρτ.: διέκρινα, αόρ.: διέκρινα, παθ.φωνή: διακρίνομαι, π.αόρ.: διακρίθηκα, μτχ.π.π.: διακεκριμένος

  1. βλέπω, αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου
    διέκρινα μια φιγούρα να κινείται μέσα στην ομίχλη
    ένα πλοίο διακρίνεται στον ορίζοντα
  2. ξεχωρίζω σε κατηγορίες βρίσκοντας τα διαφορετικά χαρακτηριστικά
    μπορώ να διακρίνω τους ειλικρινείς από τους υποκριτές
  3. χαρακτηρίζω
    τον διακρίνει ειλικρίνεια και ευθύτητα
    διακρίνεται για την ευγένεια του χαρακτήρα του
  4.  δείτε και την παθητική φωνή διακρίνομαι

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις διά και κρίνω

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διακρίνω < δια- + κρίνω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.