δίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δίνη | οι | δίνες |
| γενική | της | δίνης | των | δινών |
| αιτιατική | τη | δίνη | τις | δίνες |
| κλητική | δίνη | δίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δίνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐νη
- τονικό παρώνυμο: δεινή
Ουσιαστικό
δίνη θηλυκό
- η περιστροφική κίνηση του νερού ή του ανέμου, η οποία συμβαίνει συνήθως όταν συναντώνται αντίθετα ρεύματα
- (μεταφορικά) η σειρά συναισθημάτων, καταστάσεων ή γεγονότων που προκαλούν αναστάτωση
Συγγενικά
- απεριδίνητος
- περιδίνηση
- περιδίνισμα
- περιδινητής
- περιδίνητος
- περιδινώ / περιδινίζω
- στροφοδινούμαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| δῑνα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | δίνη | αἱ | δῖναι | |
| γενική | τῆς | δίνης | τῶν | δινῶν | |
| δοτική | τῇ | δίνῃ | ταῖς | δίναις | |
| αιτιατική | τὴν | δίνην | τὰς | δίνᾱς | |
| κλητική ὦ! | δίνη | δῖναι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δίνᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | δίναιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- δίνη < αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
δίνη (ῑ) θηλυκό
- (μετεωρολογία) δίνη, στρόβιλος, ανεμοστρόβιλος
- (γενικότερα) στροβιλισμός, περιδίνηση
- (κατά τον Εμπεδοκλή) η περιστροφή του ουρανού
Συγγενικά
- ἀειδίνητος
- ἀεροδινής
- ἁλιδινής
- ἀργυροδίνης
- ἀσκορδίνητος
- ἀστεροδίνητος
- βαθυδινήεις
- βαθυδίνης
- βαθυδινήτης
- βραδυδινής
- δινήεις
- δίνημα
- δίνησις
- δινητός
- ἐριδινής
- εὐδινής
- εὐδίνητος
- εὐρυδίνης
- εὐρυοδίνης
- ἠεροδίνης
- ἠπιοδίνητος
- ἱπποδίνητος
- καλλιδίνης
- μελανδίνης
- οἰστροδίνητος
- παλινδίνητος
- περιδινής
- περιδίνησις
- περιδινήτειρα
- περιδινητής
- περιδίνητος
- ποικιλοδίνης
- πολυδινής
- πολυδίνητος
- πορφυροδίνης
- πυριδίνης
- σφονδυλοδίνητος
- στρογγυλοδίνητος
- φρενοδινής
- ταχυδινής
- ὠκυδίνητος
Πηγές
- δίνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.