ay

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

ay < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική آی (ay) < πρωτοτουρκική *āń(k)

Ουσιαστικό

ay (tr)

  1. η σελήνη
  2. (στην καθομιλουμένη) η ημισέληνος στις σημαίες
  3. ο μήνας

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.