μάρτυρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μάρτυρας | οι | μάρτυρες |
| γενική | του του/της |
μάρτυρα μάρτυρος |
των | μαρτύρων |
| αιτιατική | τον/τη | μάρτυρα | τους/τις | μάρτυρες |
| κλητική | μάρτυρα | μάρτυρες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». Και αρχαία κλητική ενικού: μάρτυς | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάρτυρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάρτυς
- (βασανισμένος για τις πεποιθήσεις) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μάρτυς[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmaɾ.ti.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μάρ‐τυ‐ρας
Ουσιαστικό
μάρτυρας αρσενικό ή θηλυκό
- που ακούει ή βλέπει κάτι τη στιγμή που αυτό γίνεται
- ↪ αυτόπτης μάρτυρας
- ↪ μπορώ να σου το διαβεβαιώσω, ήμουν μάρτυρας
- που παρουσιάζεται σε ένα δικαστήριο για να δώσει πληροφορίες πάνω σε ένα θέμα
- ↪ ο δικαστής ρώτησε τους μάρτυρες
- ↪ τι είπαν οι μαρτύροι; (λαϊκ. πληθυντικός του μεσαίωνα που όμως με άλλο τονισμό απαντά και στον Όμηρο: οι μάρτυροι)
- που βασανίστηκε ή και θανατώθηκε για τις πεποιθήσεις του
- (κατ’ επέκταση) που ζει μέσα σε ταλαιπωρίες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αυτός που βλέπει ή ακούει κάτι, αυτός που δίνει πληροφορίες στο δικαστήριο
Αναφορές
- μάρτυρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.