φριζικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα φριζικά
      γενική των φριζικών
    αιτιατική τα φριζικά
     κλητική φριζικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φριζικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φριζικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

φριζικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (γλώσσα) γλώσσες της γερμανικής οικογένειας
    1. δυτικά φριζικά: μιλιέται στα βόρεια των Κάτω Χωρών
    2. αναταλικά φριζικά
    3. βόρεια φριζικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.