φριζικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | φριζικά | ||
| γενική | των | φριζικών | ||
| αιτιατική | τα | φριζικά | ||
| κλητική | φριζικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φριζικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φριζικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
φριζικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) γλώσσες της γερμανικής οικογένειας
- δυτικά φριζικά: μιλιέται στα βόρεια των Κάτω Χωρών
- αναταλικά φριζικά
- βόρεια φριζικά
- κωδικοί: δυτικά φριζικά: fy, ανατολικά φριζικά: stq, βόρεια φριζικά: frr
-
West Frisian language or Frisian στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
Φριζικές γλώσσες στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.