occhio
Ιταλικά
(it)
Ετυμολογία
occhio
>
λατινική
ŏcŭlus
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
occhio
(it)
(
ανατομία
)
μάτι
, αισθητήριο όργανο της όρασης
γαστρονομία
, το "μάτι" στο
τηγανιτό
αυγού
(
ιατρική
)
προσθετικό μάτι λέγεται και "γυάλινο μάτι"
(
μετεωρολογία
)
το μάτι ενός
κυκλώνα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.