αφρικάανς
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
αφρικάανς ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- μία από τις επίσημες γλώσσες της Νότιας Αφρικής που ανήκει στην ομάδα των γερμανικών γλωσσών και είναι πλησιέστερη στην ολλανδική
Συνώνυμα
- αφρικανολλανδικά (σπάνιο)
Μεταφράσεις
αφρικάανς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.